σωτηριασταί

σωτηριασταί
οἱ, Α
προσκυνητές τής Αρτέμιδος Σωτείρας στη Ρόδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωτήρ, σώτειρα + κατάλ. -ιασταί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σωτηριάζω (πρβλ. ποσειδων-ιασται)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”